- αρπίστας
- αρπιστής ο , αρπίστρια η арфист, -ка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αρπιστής — ο και αρπίστας, ο θηλ. ίστρια αυτός που παίζει το μουσικό όργανο άρπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)